ἐξεμέσῃ

ἐξεμέσῃ
ἐξεμέω
vomit forth
aor subj mid 2nd sg
ἐξεμέω
vomit forth
aor subj act 3rd sg
ἐξεμέω
vomit forth
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εξέμεση — η (AM ἐξέμεσις) το να εξεμεί, να ξερνάει κάποιος («εξέμεση τροφών», «εξέμεση ύβρεων») …   Dictionary of Greek

  • εξεμετικός — ἐξεμετικὸς, ή, όν (Μ) αυτός που προκαλεί εξέμεση …   Dictionary of Greek

  • εξομολόγηση — Θρησκευτική πράξη, που σκοπεύει στην εξάλειψη της αμαρτίας ή του σφάλματος. Συναντάται σε τελείως διαφορετικές εποχές (αρχαίους, σύγχρονους και πρωτόγονους πολιτισμούς) και με τις πιο ποικίλες μορφές. Η ε. μπορεί να τελεστεί δημόσια είτε ιδιωτικά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”